Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) η παρτίδα 3) (

  • 1 партия

    I партия II ж 1) (отряд ) η ομάδα 2) (товара ) η παρτίδα 3) (в игре) η παρτίδα· \партия в шахматы η παρτίδα σκακιού· неоконченная (отложенная) \партия η ημιτελής (μισοτελειωμένη) παρτίδα 5) муз. το μέρος II партия Ι ж полит, το κόμμα* Коммунистическая \партия Советского Союза (КПСС) το Κομουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης (Κ. Κ. Σ. Ε.)· Коммунистическая \партия Греции το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.)· быть членом \партияи είμαι μέλος του κόμματος
    * * *
    I ж полит.
    το κόμμα

    быть чле́ном па́ртии — είμαι μέλος του κόμματος

    II ж
    1) ( отряд) η ομάδα
    2) ( товара) η παρτίδα
    3) ( в игре) η παρτίδα

    па́ртия в ша́хматы — η παρτίδα σκακιού

    неоко́нченная (отло́женная) па́ртия — η ημιτελής (μισοτελειωμένη) παρτίδα

    4) муз. το μέρος

    Русско-греческий словарь > партия

  • 2 партия

    парти||я
    ж
    1. полит τό κόμμα:
    Коммунистическая партия Советского Союза τά Κομμουνιστικό κόμμα τής Σοβιετικής Ένωσης· социалистические и рабочие \партияи τά σοσιαλιστικά καί ἐργατικά κόμματα· член \партияи τό μέλος τοῦ κόμματος· принимать в \партияκ> δέχομαι στό κόμμα·
    2. (группа людей) τό συνεργεῖο[ν], ἡ ἀποστολή, ἡ ὁμάδα, ἡ γκρούππα:
    \партия туристов ἡ ὁμάδα περιηγητών
    3. (товара) ἡ παρτίδα·
    4. (в игре) ἡ παρτίδα:
    \партия в шахматы ἡ παρτίδα σκακιοῦ·
    5. муз. ἡ μουσική παρτίδα·
    6. (женитьба, брак) уст. ὁ γάμος:
    сделать хорошую \партияю καλοπαντρεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > партия

  • 3 партия

    θ.
    1. το κόμμα•

    коммунистическая партия κομμουνιστικό κόμμα•

    социалистическая σοσιαλιστικό κόμμα•

    привая партия δεξιό κόμμα•

    левая партия αριστερό κόμμα•

    член -и μέλος του κόμματος•

    принимать в -ю παίρνω (προσλαμβάνω) στο κόμμα.

    2. ομάδα• τμήμα• συνεργείο•

    играки разделились на две -и οι παίχτες χωρίστηκαν σε δυό ομάδες.

    3. παρτίδα• μερίδα ποσότητα•

    партия товаров παρτίδα εμπορευμάτων.

    4. (χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) παρτίδα, ένα παιγνίδι•

    отыгранная партия η ρεβάνς.

    || οι παίχτες ενός παιγνιδιού.
    5. παρτίδα μουσική. || οι νότες μουσικής παρτίδας. || το σόλο στο μελόδραμα.
    6. γάμος•

    неровная партия άνισος (αταίριαστος) γάμος•

    она тебе не партия αυτή δεν ταιριάζει με σένα.

    εκφρ.
    сделать ή составить выгодную ή хорошую -юπαλ. καλοπαντρεύομαι•
    состивить -ю – (για χαρτπ., σκάκι κ.τ.τ.) βρίσκω παρέα για παιγνίδι.

    Большой русско-греческий словарь > партия

  • 4 партия

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партия

  • 5 доиграть

    доиграть, доигрывать спорт, τελειώνω το παιχνίδι τελειώνω την παρτίδα (партию в шахматы)
    * * *
    спорт. = доигрывать
    τελειώνω το παιχνίδι; τελειώνω την παρτίδα ( партию в шахматы)

    Русско-греческий словарь > доиграть

  • 6 шахматный

    шахматный σκακιστικός· \шахматный турнир οι αγώνες του σκακιού; \шахматныйая доска η σκακιέρα; \шахматныйая партия μια παρτίδα σκάκι
    * * *

    ша́хматный турни́р — οι αγώνες του σκακιού

    ша́хматная доска́ — η σκακιέρα

    ша́хматная па́ртия — μια παρτίδα σκάκι

    Русско-греческий словарь > шахматный

  • 7 партионный

    επ.
    1. παλ. της ομάδας• του τμήματος.
    2. της παρτίδας, κατά παρτίδα•

    -ая продажа товаров η κατά παρτίδα πώληση εμπορευμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > партионный

  • 8 выиграть

    выиграть
    сов, выигрывать несов прям., перен κερδίζω:
    \выиграть партию в шахматы κερδίζω μιά παρτίδα στό σκάκι· \выиграть по займу κερδίζω στό λαχειοφόρο δάνειο· \выиграть сражение κερδίζω τή μάχη· \выиграть дело юр. κερδίζω τή δίκη (или τήν ὑπόθεση)· \выиграть пари κερδίζω τό στοίχημα· \выиграть на чем-л. ὠφελούμαι ἀπό κάτι· ◊ \выиграть время κερδίζω χρόνο· \выиграть в чьи́х-л. глазах ἀνεβαίνω στήν ἐκτίμηση κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > выиграть

  • 9 доигрывать

    доигрывать
    несов τελειώνω τό παιγνίδι (об игре)/ τελειώνω νά παίζω, τελειώνω τό παίξιμο (о музыкальном произведении и т. п.):
    \доигрывать партию в шахматы τελειώνω τήν παρτίδα τοῦ σκακιοδ· \доигрывать пьесу παίζω τό ἔργο ὡς τό τέλος.

    Русско-новогреческий словарь > доигрывать

  • 10 заезд

    заезд
    м
    1. τό πέρασμα:
    с \заездом в Москву́ περνώντας ἀπό τή Μόσχα·
    2. спорт. ἡ κούρσα, ἡ σειρά·
    3. (в санаторий и т. ἡ.) ἡ παρτίδα.

    Русско-новогреческий словарь > заезд

  • 11 пулька

    пулька
    ж карт. μιά παρτίδα πρέφα.

    Русско-новогреческий словарь > пулька

  • 12 доиграть

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доигранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αποπαίζω, αποτελειώνω το παιγνίδι, παίζω ως το τέλος•

    доиграть пьесу παίζω ως το τέλος το θεατρικό έργο•

    доиграть партию в шахматы παίζω ως το τέλος την παρτίδα στο σκάκι.

    1. παίζω ώσπου•

    дети доигрались до ссоры τα παιδιά έπαιξαν τόσο που στο τέλος μάλωσαν.

    2. μτφ. την παθαίνω, την πατώ•

    вот и -лся! 'να που την πάτησες!

    Большой русско-греческий словарь > доиграть

  • 13 кон

    -а, προθετ. о коне, на кону, πλθ. коны -ов а.
    1. (σε μερικά παιγνίδια) περιορισμένη θέση•

    выбить из -а βγάζω από τη θέση.

    || (τυχ. παιγνίδια) πόστα, μπάγκα.
    2. παρτίδα παιγνιδιού.
    εκφρ.
    поставишь на кон – α) βάζω στην πόστα, β) διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω, βάζω στην τύχη•
    стоить ή быть на -у – επαφίεμαι στην τύχη, ριψοκινδυνεύω.

    Большой русско-греческий словарь > кон

  • 14 контокоррент

    α.
    ο τρέχων λογαριασμός, η παρτίδα.

    Большой русско-греческий словарь > контокоррент

  • 15 проиграть

    -аго, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проигранный, βρ: -гран, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χάνω, νικιέμαι, ηττώμαι•

    проиграть дело χάνω την υπόθεση•

    проиграть пари χάνω το στοίχημα•

    проиграть сражение χάνω τη μάχη•

    проиграть судебный процесс χάνω τη δίκη•

    проиграть партию в шахматы χάνω την παρτίδα στο σκάκι.

    || ξεπέφτω•

    проиграть в мнении товарищей ξεπέφτω στη συνείδηση των συντρόφων.

    2. χάνω στο παιγνίδι (χαρτιά, λοταρια κ.τ. τ.).
    3. εκτελώ, παίζω•

    проиграть мазурку на рояле παίζωμαζούρκα στο πιάνο•

    проиграть пластинку παίζωδίσκο γραμμοφώνου.

    4. παίζω•

    дети весь день проигратьли на дворе τα παιδιά όλη τη μέρα έπαιξανστην αυλή.

    || χάνω (λόγω παιγνιδιού)•

    дети проигратьли обед τα παιδιά έχασαν το γεύμα, γιατί έπαιζαν.

    χάνω στα τυχερά παιγνίδια.

    Большой русско-греческий словарь > проиграть

  • 16 пулька

    θ.
    σφαιρίτσα.
    θ.
    παρτίδα (στο χαρτοπαίγνιο).

    Большой русско-греческий словарь > пулька

  • 17 разыграть

    ρ.σ.μ.
    1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).
    2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•

    разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•

    хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•

    разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•

    разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.

    3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...
    4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.
    5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.
    1. παίζω•

    дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.

    || προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.
    2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.
    3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•

    -лся скандал ξέσπασε καβγάς•

    разыграть бой έγινε μάχη•

    буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.

    Большой русско-греческий словарь > разыграть

  • 18 эндшпиль

    θ.
    η τελική παρτίδα σκακιού.

    Большой русско-греческий словарь > эндшпиль

См. также в других словарях:

  • παρτίδα — η 1. μέρος, τμήμα ενός συνόλου, ιδίως εμπορεύματος 2. ολοκληρωμένη διαδικασία τυχερού ή άλλου επιτραπέζιου παιχνιδιού (α. «μια παρτίδα σκάκι» β. «δύο παρτίδες τάβλι») 3. πληθ. οι παρτίδες σχέσεις, δοσοληψίες («δεν έχω παρτίδες μαζί του»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • παρτίδα — η (λ. βενετ.) 1. μέρος ενός όλου: Έφυγε στο εξωτερικό μια παρτίδα από μετανάστες. 2. φάση ή γύρος χαρτοπαιγνίου ή άλλου τεχνικού ή τυχερού παιχνιδιού: Παίξαμε δυο παρτίδες σκάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • κέρλινγκ — (curling). Χειμερινό άθλημα, που παίζεται πάνω στον πάγο. Η πατρότητά του διεκδικείται από τη Σκοτία και τη Βαυαρία. Στη Βαυαρία ήταν γνωστό από το 1520 και έχαιρε τέτοιας εκτίμησης ώστε το εξυμνούσαν οι ποιητές και το συνιστούσαν οι κληρικοί.… …   Dictionary of Greek

  • μπαρούτι — το, και μπαρούτη, η (Μ μπαρούτι και παρούτιν) πυρίτιδα νεοελλ. 1. ως επίθ. ολόστεγνος, εντελώς ξηρός («αυτή η παρτίδα καπνού είναι μπαρούτι» ο καπνός είναι απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υγρασίας) 2. φρ. α) «έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα» είναι… …   Dictionary of Greek

  • παρτούζα — η ομαδικός έρωτας, σεξουαλική πράξη με περισσότερους από δύο μετόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partouse / partouze «ομαδική διασκέδαση» (< partie «μέρος, παρτίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… …   Dictionary of Greek

  • πόστα — η, Ν 1. το ταχυδρομείο 2. τρένο αργό, με πολλές στάσεις και παράδοση ταχυδρομικών δεμάτων σε πολλούς σταθμούς 3. ομάδα εργατών που αλλάζει βάρδια με άλλη ομάδα 4. το ποσόν που καταθέτει ο παίκτης σε κάθε παρτίδα χαρτιών 5. ναυτ. ο νομέας 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • σετ — I (Sete). Πόλη της Ν. Γαλλίας και λιμάνι στον κόλπο του Λέοντα (50 000 κάτ.). Ανήκει στο νομό Ερώ (Heraut) και απέχει 25 χιλ. από το Μονπελιέ. Το λιμάνι της είναι το δεύτερο, μετά τη Μασαλία, σε εμπορική σημασία στη Μεσόγειο για τη Γαλλία.… …   Dictionary of Greek

  • τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»